- προσομοιώνω
- προσομοιῶ, -όω, ΝΜΑ [προσόμοιος](μτβ.) αποδίδω σε κάποιον ή σε κάτι σχετική ομοιότητα με άλλον ή με κάτι άλλο, παρομοιάζωαρχ.(αμτβ.)1. είμαι προσόμοιος, προσομοιάζω2. παριστάνω στην τέχνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσομοίωση — η, Ν 1. η ενέργεια τού προσομοιώνω 2. (βιολ οικον. στρ. τεχνολ.) αναπαράσταση τής συμπεριφοράς μιας φυσικής, βιομηχανικής, βιολογικής, οικονομικής ή στρατιωτικής διεργασίας μέσω υλικού υποδείγματος, τού οποίου οι παράμετροι και οι μεταβλητές… … Dictionary of Greek